-
1 φτερό
τό1) перо;πέφτουν τα φτερά — линять;
2) крыло (птицы, тж. тех);φτερό αυτοκινήτου (αεροπλάνου) — крыло автомашины (самолёта);
φτερό ανεμόμυλου — крыло ветряной мельницы;
3) лопасть;φτερό του κουπιού — лопасть весла;
§ δίνω φτερά — окрылять (кого-л.);
κάνω φτερό ( — или φτερа) а) взлетать; — улетать; — б) исчезать; — пропадать, теряться;
κόβω ( — или ψαλιδίζω) τα φτερά κάποιου — подрезать крылья кому-л.;
κόβονται τα φτερά μου — терять опору, поддержку4, μαζεύω τα φτερά μου — а) опускать крылья; — б) стать скромнее, перестать заноситься;
ανοίγω τα φτερά — расправлять крылья;
στο φτερό — а) на лету;
б) поспешно, торопливо, наспех -
2 φτερό
[фтэро] οοσ. о. перо, крылоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτερό
-
3 φτερό
[фтэро] ουσ о. перо, крыло. -
4 φτερό
l'ala -
5 φτερό
aile -
6 φτερό
1) błotnik (m) rzecz.2) skrzydło (n) rzecz. -
7 φτερό
1) blatník2) křídlo3) peruť4) trakt -
8 φτερό
1) feather2) mudguard3) plume4) wingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φτερό
-
9 kanat
φτερό, φτερούγα, πτέρυγα -
10 blatník
φτερό -
11 křídlo
φτερό -
12 peruť
φτερό -
13 trakt
φτερό -
14 feather
φτερό -
15 wing
φτερό -
16 błotnik
φτερό -
17 skrzydło
φτερό -
18 перо
-а, πλθ. перья-рьев ουδ.1. φτερό, πτερό•очистить курицу от перьев μαδίζω την κότα•
страусовые перья φτερά στρουθοκαμήλου•
-ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος.
(κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοπούλια.2. γραφίδα, πένα (κατ αρχή από φτερό)•ручка с -ом κονδυλοφόρος με πένα•
стальное перо μεταλλική πένα.
|| μτφ. ικανότητα συγγραφική•положить перо αφήνω, (παρατώ) την πένα (παύω να συγγράφω).
3. πτερύγια ψαριών.4. то πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων.5. πτερύγιο•перо сохи αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου•
перо весла το φτερό του κουπιού.
εκφρ.бойкое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)•что написано -ом, не вырубишь топором – ό,τι γρά-τηκε δεν ξεγράφεται• τα λόγια πετάν, τα γραπτά μένουν. -
19 крыло
1. тех. το πτερύγιο, το φτερό, η πτέρυγα 2. (у птиц, насекомых и т.п.) το φτερό, τοπτερόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крыло
-
20 крыло
крылос в разн. знач. τό φτερό[ν], ἡ πτέρυγα [-υξ], ἡ φτεροῦγα:\крыло автомобиля (самолета) τό φτερό τοῦ αὐτοκινήτου (τό ἀεροπλάνου)· \крыло ветряной мельницы τό φτερό ἀνεμομύλου· \крыло здания ἡ πτέρυγα οίκοδομής· махать крыльями φτερουγίζω· расправить крылья а) ἀνοίγω τά φτερά, б) перен ἀναπτερώνομαι· ◊ подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου, τοῦ ψαλιδίζω τά φτερά.
См. также в других словарях:
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
φτερό — το 1. καθένα από τα ελαστικά κεράτινα στελέχη που έχουν τρίχες ή τριχοειδείς αποφύσεις και καλύπτουν το σώμα του πουλιού και που αποτελούν ιδίως τις φτερούγες και την ουρά του (σε αντιδιαστολή με τα πτίλα, δηλ. τα πούπουλα). 2. φτερούγα, φτερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πένα — Γραφίδα από φτερό ή μεταλλική. Π. λέγεται και ο κονδυλοφόρος. Η π. αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο Θεοδώριχος ήταν αγράμματος και για να υπογράφει χρησιμοποιούσε ένα διάτρητο έλασμα, ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
πεννάτουλα — η ζωολ. γενική ονομασία τών αποικιακών οκτωκοραλλίων κνιδοζώων, κν. φτερό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennatula < λατ. pennatus «φτερωτός» < λατ. penna «φτερό»] … Dictionary of Greek
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
πτερό — Bλ. λ. Φτερό. * * * το / πτερόν, ΝΜΑ βλ. φτερό … Dictionary of Greek
πτέρυγα — πτέρυγα, η και φτερούγα, η 1. φτερό πουλιών. 2. ό,τι μοιάζει με φτερό: Πτέρυγα του αεροπλάνου. 3. το άκρο της παράταξης στρατού, στόλου, αρμάτων κτλ., αλλ. κέρας. 4. θέση των βουλευτών στη Βουλή: Η πτέρυγα της αντιπολίτευσης. 5. τα πλαϊνά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερύγιο — πτερύγιο, το και φτερούγι, το 1. μικρό φτερό. 2. καθετί που μοιάζει με φτερό: Πτερύγιο του ψαριού. – Πτερύγιο του αυτιού. – Πτερύγιο της μύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français